ὑβριζόντων

ὑβριζόντων
ὑ̱βριζόντων , ὑβρίζω
wax wanton
pres part act masc/neut gen pl
ὑ̱βριζόντων , ὑβρίζω
wax wanton
pres imperat act 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ακινάτης, Θωμάς — (Tommaso d’ Aquino, Ροκασέκα 1225 – Φοσανόβα 1274). Άγιος της Δυτ. Kαθολικής Εκκλησίας, Ιταλός θεολόγος και φιλόσοφος. Η οικογένειά του, μεγάλη και παλιά, λογγοβαρδικής καταγωγής, τον αφιέρωσε σε ηλικία πέντε ετών στο μοναστήρι του Μοντεκασίνο.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”